Βάσει της εμπειρίας τα νοικοκυριά είθισται να κάνουν ένα – ένα τα βήματα. Δηλαδή από τα 24 Mbps θα πάνε στα 50 Mbps (ίσως και στα 30 Mbps) και από τα 50 Mbps στη συνέχεια στα 100 Mbps. Διαφορετική είναι η εικόνα στις επιχειρήσεις και ειδικά σε όσες χρειάζονται μεγάλη χωρητικότητα όπου το πιθανότερο είναι να μεταβούν κατευθείαν στις υψηλότερες διαθέσιμες ταχύτητες, ειδικά εάν στηρίζονται σε μισθωμένα κυκλώματα.
Ο απλός καταναλωτής σήμερα έχει να επιλέξει στις ταχύτητες έως 24 Mbps προσφορές (όχι απαραίτητα τιμές καταλόγου) που συνδυάζουν την σταθερή τηλεφωνία (συνήθως απεριόριστες κλήσεις) με έναν αριθμό λεπτών ομιλίας προς κινητά και τη σύνδεση στο Διαδίκτυο με τιμές που ξεκινούν από 21 ευρώ, ενώ για να πάει στα 50 Mbps θα βρει πακέτο στην Cosmote με 37,28 ευρώ, στη Vodafone με 33,5 ευρώ και στην Wind 35 ευρώ. Για τα 100 Mbps στην Cosmote παρέχονται πακέτα με 49,5 ευρώ, στη Vodafone με 43,5 ευρώ και στην Wind με 42 ευρώ.
Οι προαναφερόμενες τιμές δεν είναι συγκρίσιμες ως προς τις υπόλοιπες παροχές και αναφέρονται εντελώς ενδεικτικά για την κατανόηση του τι σημαίνει οικονομικά η αναβάθμιση των ταχυτήτων σύνδεσης στο Διαδίκτυο. Βεβαίως το πρώτο βήμα για τον καταναλωτή είναι να ελέγξει ποιες είναι οι ταχύτητες που προσφέρονται στην περιοχή του. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΤΕ στο τέλος του 2017 η κάλυψη σε δίκτυο VDSL (ταχύτητες έως 50 Mbps) ήταν στο 60% του πληθυσμού.
Έπειτα από την ολοκλήρωση των επενδύσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη από τους τρεις τηλεπικοινωνιακούς παρόχους στο πλαίσιο του κανονισμού της ΕΕΤΤ (Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων) για το Vectoring, χρονικά περίπου στο τέλος του 2019 – αρχές 2020, η κάλυψη με ταχύτητες τουλάχιστον 100 Mbps θα φθάσει στο 65% του πληθυσμού. Πρόκειται για άλμα αν αναλογιστούμε την μηδενική κάλυψη με ταχύτητες 100 Mbps στο τέλος του 2016, αν και θα έπρεπε να γίνει νωρίτερα.
Μια σημαντική διαφορά με τα γρηγορότερα δίκτυα θα είναι ότι οι πάροχοι θα είναι σε θέση να εγγυώνται την ταχύτητα που παρέχουν και θα σταματήσει η λογική του «έως», η οποία προκαλεί τη δυσαρέσκεια του καταναλωτή που πληρώνει για 24 Mbps, αλλά συνήθως δεν έχει ούτε το μισό.
Θεωρητικά η κάλυψη με δίκτυα νέας γενιάς θα μπορούσε να «τρέξει» περισσότερο αν η οικονομία της χώρας βελτιωθεί και παρασύρει τη ζήτηση για υψηλότερες ταχύτητες. Είναι προφανές ότι τα νοικοκυριά θα επιδιώξουν την αναβάθμιση της σύνδεσής τους εφόσον μπορούν να το αντέξουν οικονομικά και την ίδια στιγμή και οι πάροχοι εφόσον έχουν ζήτηση θα πηγαίνουν την οπτική ίνα σε περισσότερα σπίτια.
Ο ΟΤΕ πρόσφατα μίλησε για δίκτυο αρχιτεκτονικής «οπτικής ίνας μέχρι το σπίτι» (Fiber to the Home – FTTH) σε 1 εκατομμύριο σπίτια και επιχειρήσεις, μέχρι το 2022 και με ενδιαφέρον αναμένεται το τι θα πράξουν και οι υπόλοιποι πάροχοι.
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι στο τέλος του 2017 το 20,1% (ή 354.000 συνδρομητές) της συνδρομητικής βάσης ευρυζωνικών υπηρεσιών λιανικής του ΟΤΕ (συνολικά 1.759.752) είχαν επιλέξει υπηρεσίες VDSL (έως 50 Mbps). Το ποσοστό είναι ακόμα μικρό και καταδεικνύει ότι τα βήματα γίνονται σταδιακά και είναι απολύτως συνυφασμένα με τις γενικότερες οικονομικές εξελίξεις.
Υπενθυμίζεται ότι ο στρατηγικός στόχος για το 2025 στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι όλα τα νοικοκυριά, αγροτικά ή αστικά, να έχουν πρόσβαση σε συνδεσιμότητα στο διαδίκτυο, προσφέροντας τουλάχιστον 100 Mbps (αναφερόμαστε πάντα σε κατερχόμενη ζεύξη – download), με δυνατότητα αναβάθμισης σε ταχύτητα gigabit.