Σε μια εποχή όπου η τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης (AI) αποτελεί το νέο πεδίο μάχης της παγκόσμιας οικονομίας και γεωπολιτικής, η Κίνα φαίνεται να παίρνει αποφασιστικά βήματα προς την κατεύθυνση της αποσύνδεσης από την αμερικανική τεχνολογική εξάρτηση. Αφορμή για αυτή την επιτάχυνση αποτέλεσαν τα “προσβλητικά” σχόλια του Αμερικανού Υπουργού Εμπορίου Howard Lutnick σχετικά με τις πωλήσεις τσιπ της Nvidia στην Κίνα, τα οποία θεωρήθηκαν ως δημόσια ταπείνωση από το Πεκίνο. Αυτή η εξέλιξη δεν είναι απλώς μια διπλωματική κόντρα, αλλά μέρος ενός ευρύτερου “ψυχρού πολέμου” στην τεχνολογία, όπου οι ΗΠΑ επιδιώκουν να διατηρήσουν την ηγεμονία τους στο AI, ενώ η Κίνα ενισχύει την αυτονομία της.
Το ιστορικό της διαμάχης: Ο τεχνολογικός Ψυχρός Πόλεμος
Η σύγκρουση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας στον τομέα της τεχνολογίας δεν είναι καινούργια. Από το 2018, όταν η κυβέρνηση Trump επέβαλε περιορισμούς στις εξαγωγές τεχνολογίας προς την Κίνα, με επίκεντρο εταιρείες όπως η Huawei, οι δύο υπερδυνάμεις έχουν εισέλθει σε μια φάση “αποσύνδεσης” (decoupling). Οι ΗΠΑ, φοβούμενες ότι η Κίνα μπορεί να χρησιμοποιήσει προηγμένη τεχνολογία για στρατιωτικούς σκοπούς ή για να υπερβεί την αμερικανική οικονομία, έχουν επιβάλει αυστηρούς ελέγχους εξαγωγών σε ημιαγωγούς και AI τσιπ.
Η Nvidia, ο κολοσσός των γραφικών επεξεργαστών (GPUs) που κυριαρχεί στην αγορά AI, βρέθηκε στο επίκεντρο αυτών των περιορισμών. Οι κορυφαίες σειρές τσιπ της, όπως οι A100 και H100, απαγορεύτηκαν για εξαγωγή στην Κίνα λόγω ανησυχιών για “διπλή χρήση” (civil-military fusion). Αντίθετα, η Nvidia ανέπτυξε το H20, μια “υποβαθμισμένη” εκδοχή, ειδικά για την κινεζική αγορά, ώστε να συμμορφωθεί με τους αμερικανικούς κανονισμούς χωρίς να χάσει πλήρως την πρόσβαση σε αυτή την τεράστια αγορά. Παρά τις αρχικές δυσκολίες, η ζήτηση για το H20 στην Κίνα ήταν υψηλή, με παραγγελίες που ξεπέρασαν τις 300.000 μονάδες τον Ιούλιο του 2025.
Ωστόσο, η ισορροπία αυτή διαταράχθηκε δραματικά μετά από μια συνέντευξη του Lutnick στο CNBC στις 15 Ιουλίου 2025.
Τα “προσβλητικά” σχόλια του Lutnick και η πολιτιστική διάσταση
Στη συνέντευξή του, ο Lutnick περιέγραψε ανοιχτά την πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα: “Δεν τους πουλάμε τα καλύτερά μας, ούτε τα δεύτερα καλύτερα, ούτε καν τα τρίτα καλύτερα. Το τέταρτο καλύτερο είναι εκεί που καταλήξαμε ότι είμαστε εντάξει”. Πρόσθεσε δε, “Θέλουμε να πουλήσουμε στους Κινέζους αρκετά ώστε οι προγραμματιστές τους να εθιστούν στην αμερικανική τεχνολογική στοίβα. Και αυτή είναι η σκέψη”.
Αυτά τα λόγια δεν πέρασαν απαρατήρητα στο Πεκίνο. Η χρήση της λέξης “εθιστούν” (addicted) θεωρήθηκε ιδιαίτερα προσβλητική, καθώς παραπέμπει στους Πολέμους του Οπίου (1839-1860), όταν η Βρετανία επέβαλε την εισαγωγή οπίου στην Κίνα, προκαλώντας μαζική εξάρτηση και την “Αιώνα της Ταπείνωσης” (Century of Humiliation), μια περίοδο εθνικής ντροπής που σημαδεύει την κινεζική ιστορική μνήμη. Στην κινεζική κουλτούρα, η έννοια του “προσώπου” (face) – δηλαδή η διατήρηση της αξιοπρέπειας, του κύρους και του σεβασμού – είναι κεντρική. Τα σχόλια του Lutnick θεωρήθηκαν ως δημόσια προσβολή, όχι μόνο τεχνική, αλλά και πολιτιστική.
Κορυφαίοι Κινέζοι αξιωματούχοι χαρακτήρισαν τα λόγια “προσβλητικά”, και αυτό πυροδότησε άμεση αντίδραση.
Η αντίδραση της Κίνας: Από την προσβολή στην πολιτική δράση
Σε απάντηση, οι κινεζικές ρυθμιστικές αρχές – συμπεριλαμβανομένης της Διοίκησης Κυβερνοχώρου της Κίνας (CAC), της Εθνικής Επιτροπής Ανάπτυξης και Μεταρρυθμίσεων (NDRC) και του Υπουργείου Βιομηχανίας και Πληροφορικής Τεχνολογίας (MIIT) – εξέδωσαν οδηγίες προς τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες να μειώσουν ή να σταματήσουν τις παραγγελίες H20 της Nvidia. Επίσημα, η αιτιολόγηση αφορά “ανησυχίες ασφαλείας”, αλλά πηγές κοντά στην υπόθεση υποστηρίζουν ότι τα σχόλια του Lutnick έδωσαν ώθηση σε μια ήδη υφιστάμενη καμπάνια για προώθηση εγχώριων τσιπ.
Ως αποτέλεσμα, κινεζικές εταιρείες όπως η Alibaba, η Tencent και η Baidu έχουν καθυστερήσει αγορές ή μειώσει τις παραγγελίες τους. Η Nvidia, από την πλευρά της, διέταξε τους προμηθευτές της να αναστείλουν την παραγωγή του H20, ενώ ο CEO Jensen Huang συναντήθηκε ξανά με αμερικανούς αξιωματούχους για να διερευνήσει εναλλακτικές πωλήσεις στην Κίνα. Παράλληλα, η εταιρεία εργάζεται σε νέο τσιπ για την κινεζική αγορά, ελπίζοντας να διατηρήσει την παρουσία της.
Η επιτάχυνση της αποσύνδεσης και ο αγώνας για το AI
Αυτή η εξέλιξη επιταχύνει την κινεζική στρατηγική αυτονομίας στην τεχνολογία. Η Κίνα επενδύει δισεκατομμύρια σε εγχώριους κατασκευαστές τσιπ, όπως η Huawei (με τα Ascend τσιπ) και η Cambricon, τα οποία, αν και όχι ακόμα ισάξια της Nvidia σε απόδοση, βελτιώνονται ραγδαία. Ωστόσο, η μετάβαση δεν είναι εύκολη: Η τεχνολογική στοίβα της Nvidia (software ecosystem) παραμένει dominant, καθιστώντας δύσκολη την πλήρη αντικατάσταση.
Από οικονομική άποψη, η Κίνα μπορεί να αντιμετωπίσει καθυστερήσεις στην ανάπτυξη AI, καθώς τα εγχώρια τσιπ είναι ακριβότερα και λιγότερο αποδοτικά. Για τις ΗΠΑ, η πολιτική αυτή διατηρεί την υπεροχή στο AI, αλλά προκαλεί πιέσεις σε συμμάχους όπως η Ταϊβάν (TSMC) και η Ευρώπη, που απορροφούν “παράπλευρες απώλειες”.
Αναλυτές, όπως το Radio Free Mobile, προβλέπουν ότι η κινεζική AI τεχνολογία θα γίνει ισάξια αλλά ακριβότερη, μειώνοντας την ελκυστικότητά της εκτός Κίνας. Από την άλλη, κινεζικές πηγές βλέπουν αυτή την κρίση ως ευκαιρία για εθνική καινοτομία, ενισχύοντας την “Made in China 2025” πρωτοβουλία.
Η υπόθεση Lutnick-Nvidia αποκαλύπτει πώς οι πολιτιστικές και ιστορικές ευαισθησίες μπορούν να πυροδοτήσουν οικονομικές αλλαγές. Ενώ οι ΗΠΑ επιδιώκουν να “εθίσουν” την Κίνα σε υποδεέστερη τεχνολογία, το Πεκίνο απαντά με επιτάχυνση της αυτονομίας, θέτοντας σε κίνδυνο την παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού. Το μέλλον του AI αγώνα παραμένει αβέβαιο, αλλά ένα είναι σίγουρο: Η αποσύνδεση δεν είναι πλέον θεωρία, αλλά πραγματικότητα που θα διαμορφώσει την παγκόσμια οικονομία για δεκαετίες.